αφυδάτωση

αφυδάτωση
Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση. Ένα χαρακτηριστικό και ευρύτατα γνωστό παράδειγμα ουσίας που περιέχει κρυσταλλικό ύδωρ είναι ο θειικός χαλκός, ο οποίος κρυσταλλούται με πέντε μόρια ύδατος (CuSO4 x 5Η2Ο) και ο οποίος με θέρμανση άνω των 200°C χάνει το κρυσταλλικό ύδωρ, που μετατρέπεται σε άνυδρο θειικό χαλκό (CuSO4). Επειδή ο θειικός χαλκός πενταϋδατωμένος είναι γαλάζιος, ενώ ο άνυδρος είναι άχρωμο, συμπεραίνεται ότι η παρουσία ιχνών υγρασίας μπορεί να διαπιστωθεί από την εμφάνιση του γαλάζιου χρώματος στους κρυστάλλους του άλατος οι οποίοι προηγουμένως είχαν υποβληθεί σε α. Η α. πραγματοποιείται γενικά με υποβολή της ουσίας στην επίδραση της θερμότητας, με έλεγχο όμως της θερμοκρασίας, έτσι που να αποτρέπεται η αποσύνθεση, ή με την προσθήκη ουσιών που επιζητούν το ύδωρ (υγροσκοπικών). Βιομηχανικοί τρόποι α. μελετήθηκαν επισταμένα τις τελευταίες δεκαετίες με σκοπό να βελτιωθούν οι τεχνικές της μεθόδου συντήρησης και της μεταφοράς κυρίως των τροφίμων και των φαρμάκων. Σημαντικότατες εφαρμογές και στον επιστημονικό τομέα έχουν οι μέθοδοι λυοφιλίωσης και α. σε κενό. (Ιατρ.) Όρος παραπλανητικός γιατί στην κυριολεξία του σημαίνει ελάττωση της ποσότητας του νερού του οργανισμού. Ο οργανισμός, όμως, πολύ σπάνια έχει μόνο έλλειψη νερού. Τις περισσότερες φορές η απώλεια νερού συνοδεύεται και με απώλεια χλωριούχου νατρίου (NaCl), σε ποσότητες που άλλοτε είναι ανάλογες και άλλοτε δυσανάλογες με την ποσότητα του νερού. Η α. μπορεί να ταξινομηθεί σε τρεις ομάδες: α) στην α. που η απώλεια νερού είναι μεγαλύτερη από την απώλεια χλωριούχου νατρίου, β) στην α. που η απώλεια νερού είναι μικρότερη από την απώλεια χλωριούχου νατρίου και γ) στην α. με ισότονη απώλεια χλωριούχου νατρίου και νερού. Στην πρώτη περίπτωση, παρατηρούμε αύξηση της πυκνότητας του νατρίου του αίματος (υπερνατριαιμία) και του εξωκυττάριου υγρού. Αποτέλεσμα είναι η μετακίνηση νερού από τα κύτταρα προς τον εξωκυττάριο χώρο και επομένως πρόκληση ενδοκυτταρικής α. Η πιο συνηθισμένη αιτία της α. του τύπου αυτού είναι η αδυναμία να πιει κανείς αρκετό νερό (παιδιά, γέροι, καχεξία, κωματώδεις καταστάσεις). Επίσης παρατηρείται στις άφθονες εφιδρώσεις και στην πολυουρία. Στη δεύτερη περίπτωση, παρατηρούμε ελάττωση της πυκνότητας του νατρίου στο αίμα (υπονατριαιμία) και στο εξωκυττάριο υγρό των ιστών. Αποτέλεσμά της είναι η μετακίνηση νερού από τον εξωκυττάριο χώρο προς τον ενδοκυττάριο. Κλασικό παράδειγμα των συνεπειών της α. του τύπου αυτού είναι η νόσος του Άντισον (ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων). Στην τρίτη περίπτωση η α. προκαλείται κυρίως από απώλειες υγρών του γαστρεντερικού σωλήνα (διάρροιες, εμετοί). Τα κλινικά επακόλουθα της α. είναι αίσθημα δίψας. Το στόμα του άρρωστου είναι στεγνό και, σε πιο προχωρημένα στάδια, αισθάνεται αδυναμία και κόπωση. Το δέρμα του είναι ξερό και έχει χάσει την ελαστικότητά του. Παρατηρείται επίσης ταχυσφυγμία και πτώση της αρτηριακής πίεσης. Η α. αντιμετωπίζεται με την αναπλήρωση των ποσοτήτων του νερού και του χλωριούχου νατρίου που έχει χάσει ο οργανισμός. Η αφυδάτωση είναι τεχνική που χρησιμοποιείται και στη βιομηχανία για τη συντήρηση τροφίμων. Στη φωτογραφία, γάλα και μπιζέλια στη φυσική τους κατάσταση και τα ίδια αφυδατωμένα, σε μορφή σκόνης.
* * *
η
1. η απομάκρυνση του νερού από ένα στερεό, υγρό ή αέριο με φυσικές ή χημικές μεθόδους ή και τις δύο
2. ιατρ. η απώλεια νερού από το σώμα, η οποία συνδυάζεται σχεδόν πάντοτε με διάφορα είδη και βαθμούς διαταραχής του μεταβολισμού του χλωριούχου νατρίου (αλατιού)
3. φρ. «αφυδάτωση τροφίμων» — τεχνική συντήρησης διαφόρων τροφίμων για μεγάλη χρονική περίοδο με αφαίρεση της υγρασίας τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αφυδάτωση — η το να φύγει το νερό, αποστέγνωση: Από την πολλή τη ζέστη κόντευαν να πάθουν αφυδάτωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκόλες — Ομάδα αλκοολών που περιέχουν δύο υδροξύλια, συνήθως σε δύο διαφορετικά άτομα άνθρακα. Οι 1,1 διόλες, όπως ονομάζονται, περιέχουν τα δύο υδροξύλια στο ίδιο άτομο άνθρακα, αποτελούν τους υδρίτες των καρβονυλικών ενώσεων, είναι σώματα ασταθή και με… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • αλατότητα — Το σύνολο των αλάτων που είναι διαλυμένα στο νερό. Η α. εξαρτάται από τη θερμοκρασία και διαφέρει αισθητά στις θάλασσες (3,5%) και τις λίμνες (0,02%)· παρουσιάζει όμως διαφορές και από θάλασσα σε θάλασσα, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Η… …   Dictionary of Greek

  • αμίδια — Χημικές ενώσεις, που επιτυγχάνονται με την αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων υδρογόνου του μορίου της αμμωνίας με ρίζες οξέων. Ανάλογα με το αν θα αντικατασταθεί το ένα, τα δύο ή και τα τρία άτομα του υδρογόνου έχουμε τα πρωτοταγή,… …   Dictionary of Greek

  • αμυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας, του τύπου C5H1O που ανήκει στη σειρά των αλκενίων. Παρασκευάζεται με αφυδάτωση της αμυλικής αλκοόλης με θειικό οξύ ή με χλωριούχο ψευδάργυρο. Είναι σώμα υγρό, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και στην αλκοόλη,… …   Dictionary of Greek

  • αποσκλήρυνση — η 1. το να γίνεται κάποιος ή κάτι πιο σκληρό απ ό,τι ήταν 2. η σκλήρυνση πετρωμάτων από θέρμανση ή από αφυδάτωση λόγω θέρμανσης 3. φρ. «αποσκλήρυνση ύδατος» η απομάκρυνση των αλάτων του ασβεστίου, του μαγνησίου και του σιδήρου από το σκληρό νερό …   Dictionary of Greek

  • γαστρεντερίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου του στομαχιού και του λεπτού εντέρου που μπορεί να προκληθεί από τροφική δηλητηρίαση, βακτηριακή λοίμωξη, μεταλλικά άλατα, καθώς και από καταχρήσεις οινοπνευματωδών ποτών και φαγητών με πολλά καρυκεύματα ή ως συνέπεια… …   Dictionary of Greek

  • διάπαυση — Κατάσταση προσωρινής αναστολής της ανάπτυξης και της αναπαραγωγής και μείωσης του μεταβολισμού, στην οποία καταφεύγουν ορισμένοι οργανισμοί για να αποφύγουν τις δυσάρεστες οικολογικές συνθήκες που επικρατούν κάποια περίοδο του έτους. Το φαινόμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”